καινόγραφος

καινόγραφος
καινό-γρᾰφος, ον,
A written in a new style, σύνθεσις prob. for -γραφής in Philic. ap. Heph.9.4.
II parox., καινογράφος, , composer in a new style, prob. in Anon.Metr.Oxy.220vi3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καινογράφος — καινογράφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο γράφος, χρονικο γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)] …   Dictionary of Greek

  • καινόγραφος — καινόγραφος, ον (Α) πιθ. γρφ. αντί καινογραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γραφος (< γράφω), πρβλ. ά γραφος, νεό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • καινογράφου — καινόγραφος written in a new style masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • καινογραφώ — καινογραφῶ, έω (Μ) [καινογράφος] γράφω νέα, καινούργια πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”